- αστύλωτος
- η , ο [ος , ον ]1) не поддерживаемый колоннами, опорами; не подпираемый, без подпорок (тж. о здании); 2) не получивший достаточного питания (о работающих)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστύλωτος — η, ο (Α ἀστύλωτος, ον) [στυλώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στερεωθεί με στύλο ή στύλους («αστύλωτη κληματαριά») 2. εκείνος που δεν έχει στυλωθεί ή που δεν έχει τονωθεί με φαγητό ή ποτό αρχ. (για πλοίο) ανερμάτιστος … Dictionary of Greek
αστύλωτος — η, ο αυτός που δε στηρίχτηκε με στύλο ή αυτός που δεν τονώθηκε με φαγητό: Το δέντρο ήταν αστύλωτο, κι ο αέρας το ταρακουνούσε συνέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)